Η ιστορία και κατασκευή του πιάνου
Α. Η ιστορία του πιάνου
Το πιάνο είναι από τα πιο δημοφιλή μουσικά όργανα στον κόσμο. Χρησιμοποιείται ευρέως στην κλασσική και τζαζ μουσική, στην εκκλησιαστική αλλά και στη συνοδεία (ακομπανιαμέντο). Αν και είναι βαρύ και πολύ δύσκολο στη μεταφορά του, ωστόσο, η ευελιξία και άλλα προτερήματά του το κάνουν το πιο οικείο μουσικό όργανο. Υπάρχουν πιάνα με ουρά και όρθια. Τα πιάνα με ουρά εμφανίστηκαν πρώτα και θεωρούνται πολύ καλύτερα σε ποιότητα απ’ ό’ τι τα όρθια. Τα δεύτερα εμφανίστηκαν για να καλύψουν ανάγκες όπως η έλλειψη χώρου. Πιάνα με ουρά υπάρχουν σε τέσσερις (4) διαφορετικές διαστάσεις:
Το πιάνο αποτελείται από πολλές ξεχωριστές δομές που συνδυαζόμενες κατάλληλα μας δίνουν το ηχητικό αποτέλεσμα που όλοι γνωρίζουμε. Το πιάνο είναι κατ’ άλλους κρουστό, κατ’ άλλους έγχορδο όργανο. Η βασική παραγωγή ήχου τελείται με την κρούση ειδικών σφυριών επάνω στις χορδές, που δονούνται και μεταφράζουν όλες τις αποχρώσεις της κίνησης του πιανίστα πάνω στο κλαβιέ. Υπάρχουν πάνω από 200 χορδές σε ένα πιάνο που βρίσκονται τεντωμένες μέσα σε ένα σιδερένιο πλαίσιο, γνωστό και ως “άρπα” ή “μαντέμι”, και το οποίο αντισταθμίζει και συγκρατεί την πίεση που ασκείται από τις χορδές.
Οι χορδές ενός μέσου πιάνου ασκούν συνδυαστική έλξη 18 τόνων, ενώ η πίεση των χορδών ενός μεγάλου πιάνου με ουρά μπορεί να φτάσει και τους 30 τόνους. Κάθε ψηλή συχνότητα – νότα χρησιμοποιεί 3 χορδές ενώ κάθε χαμηλή (μπάσα) 2 χορδές. Οι πιο μπάσες νότες έχουν 1 χορδή. Αυτό συμβαίνει επειδή οι ψηλότερες νότες έχουν λεπτότερες χορδές, οι οποίες παράγουν πιο αδύναμο ήχο. Αν οι ψηλότερες νότες είχαν μία μόνο χορδή, θα καλύπτονταν ηχητικά από τις μπάσες, οι οποίες είναι παχύτερες και δυνατότερες. Οι χορδές του πιάνου είναι φτιαγμένες από ατσάλι. Οι χαμηλές περιοχές αποτελούνται από ατσάλινες χορδές με επικάλυμμα (τύλιγμα) χαλκού που τους επιτρέπει να δονούνται ελεύθερα ενώ ταυτόχρονα να έχουν το πάχος που χρειάζεται για να παράγουν χαμηλές συχνότητες. Ο ήχος της δονούμενης χορδής είναι αρχικά αδύναμος. Στο πιάνο, αυτός ο αδύναμος ήχος ενισχύεται από ένα μεγάλο ξύλινο διάφραγμα που ονομάζεται ηχείο ή αρμονική τράπεζα, και το οποίο είναι κολλημένο στον ξύλινο σκελετό του (rim), κάτω από τις χορδές. Οι χορδές ακουμπάνε πάνω σε ξύλινες γέφυρες (καβαλάρηδες), οι οποίες μεταδίδουν τη δόνηση από τις χορδές στην αρμονική τράπεζα.
Τα πιάνα έχουν 2 ή 3 πετάλια που λειτουργούν με την πίεση των ποδιών (πεντάλ/ pedal) και επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες. Συνδέονται με τον υπόλοιπο μηχανισμό με μια σειρά μοχλών, καρφιών και ελατηρίων. Το δεξί δυνατό πεντάλ βοηθά στην ενίσχυση ή παράταση του ήχου. Το αριστερό πεντάλ (una corda) μαλακώνει τον ήχο μετακινώντας το μηχανισμό κρούσης στα πιάνα με ουρά ελαφρά προς τα αριστερά, αναγκάζοντας τα σφυριά να χτυπούν 2 από τις τρεις χορδές, ενώ σε μικρότερα ή όρθια πιάνα μεταθέτοντας τα σφυριά πιο κοντά στις χορδές ώστε η φορά και η δύναμη κρούσης να είναι μικρότερες. Το μεσαίο πεντάλ στα όρθια πιάνα (σουρντίνα ή σορντίνα/ ιταλ: sordina) ενεργοποιεί το μηχανισμό που κατεβάζει ένα παραπέτασμα τσόχας ανάμεσα στις χορδές και τα σφυριά εμποδίζοντας την απευθείας επαφή τους, ώστε το αποτέλεσμα να είναι ένας χαμηλός και υπόκωφος ήχος κατάλληλος για μελέτη σε ακατάλληλες ώρες (για παράδειγμα αργά το βράδυ). Το μεσαίο πεντάλ στα πιάνα με ουρά, επιτελεί διαφορετική λειτουργία από αυτή των όρθιων πιάνων, δεν το βρίσκουμε σε όλα τα πιάνα με ουρά, λέγεται σοστενούτο ή ισοκράτης και βοηθά στο κατά βούληση κράτημα μιας νότας ή συγχορδίας. Το πιάνο-πεντάλ (piano-pedalier ή pedalpiano) είναι ένας σπάνιος τύπος πιάνου που συμπεριλαμβάνει και μια σειρά πεντάλ, έτσι ώστε οι χαμηλών συχνοτήτων νότες να παίζονται με το πόδι, όπως γίνεται και στο εκκλησιαστικό όργανο. Δημιουργήθηκε αρχικά ως βοήθημα μελέτης των οργανιστών. Για το συγκεκριμένο όργανο υπάρχει πολύ περιορισμένο ρεπερτόριο.
Σχεδόν κάθε πιάνο έχει 36 μαύρα και 52 άσπρα πλήκτρα (88 σύνολο) επτά οκτάβες συν μία τρίτη μικρή. Τα καλύτερα ποιοτικά πιάνα έχουν μεγαλύτερη έκταση προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Τα πλήκτρα του πιάνου γενικά είναι κατασκευασμένα από έλατο ή άλλο ελαφρύ ξύλο. Παραδοσιακά, τα μαύρα πλήκτρα ήταν φτιαγμένα από έβενο και τα λευκά ήταν επικαλυμμένα με μια λεπτή στρώση ελεφαντόδοντου. Μετά την απαγόρευση της εμπορικής του διακίνησης το 1980, τα πλήκτρα κατασκευάζονται σχεδόν αποκλειστικά από πλαστικό. Επιπλέον, το ελεφαντόδοντο ραγίζει πιο εύκολα από το πλαστικό. Νόμιμα μπορεί κάποιος πια να προμηθευτεί ελεφαντόδοντο μόνο σε πολύ μικρές ποσότητες, μέχρι εξάντλησης των αποθεμάτων που ακόμα υπάρχουν.
Επειδή το πιάνο αποτελείται ακριβώς από πολλές διαφορετικές δομές, οι οποίες πρέπει κάθε φορά να διαδρούν και να συνδυάζονται άψογα προκειμένου να έχουμε το καλύτερο αποτέλεσμα, κρίνεται πολύ σημαντική η συντήρηση του οργάνου. Κάθε ατμοσφαιρική αλλαγή, αλλαγή θερμοκρασίας, υγρασία κ.λπ., μπορούν να βλάψουν το όργανο. Η κάλυψή του με ειδικά υφάσματα και η τοποθέτησή του σε χώρο που προστατεύεται από όλα τα παραπάνω είναι απαραίτητη.
Κατά το Μεσαίωνα έγιναν πολλές προσπάθειες να δημιουργηθούν πληκτροφόρα όργανα που παράγουν ήχο με την κρούση των χορδών. Πρόγονος του σημερινού πιάνου είναι το κλαβίχορδο (clavichord), του οποίου οι χορδές κρούονταν με μεταλλικά ελάσματα και είχε χαρακτηριστικό μεταλλικό ήχο. Το κλαβίχορδο είχε αδύναμο ήχο και αυτό το έκανε ακατάλληλο για ανοικτές και μεγάλες συναυλίες.
Γύρω στο 1700 παρουσιάστηκε το “pianoforte” (από τις ιταλικές λέξεις piano=σιγά και forte=δυνατά, λόγω της δυνατότητας εναλλαγής δυναμικών), μια εφεύρεση του Ιταλού κατασκευαστή κλαβίχορδων Bartolomeo Cristofori. Τα τρία “pianoforte” του Cristofori που διασώζονται μέχρι και σήμερα χρονολογούνται από το 1720.
Η μεγάλη επιτυχία του Cristofori[1] έγκειτο, χωρίς προηγούμενο, στο ότι έλυσε βασικές μηχανικές ελλείψεις στο σχεδιασμό του οργάνου, όπως τη στιγμιαία κρούση και επαφή των σφυριών στις χορδές και την ταχύτατη επαναφορά τους στο σημείο εκκίνησης, πράγμα το οποίο συνέβαλε δραματικά στην καθαρότητα του ήχου, αλλά και στην ταχύτητα επανάκρουσης. Στο κλαβίχορδο τα ελάσματα έμεναν εφαπτόμενα στη χορδή με αποτέλεσμα ο ήχος να είναι θολός.
Το πιάνο του Cristofori είχε παχύτερες χορδές από το κλαβίχορδο, λεπτότερες, όμως, από το σύγχρονο πιάνο.
Το “pianoforte” του Cristofori έμεινε για κάμποσο καιρό στην αφάνεια, μέχρι που το 1711 ο Ιταλός συγγραφέας Scipione Maffei, σε κάποιο άρθρο αναφέρθηκε με εγκωμιαστικά λόγια στην καινούρια εφεύρεση, συμπεριλαμβάνοντας μάλιστα και κατασκευαστικό διάγραμμα.
Η κατασκευή του πιάνου άνθισε κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα.
Κατά την περίοδο μεταξύ 1790 και 1860, το πιάνο υπέστη δραματικές αλλαγές που οδήγησαν στο σύγχρονο όργανο που όλοι γνωρίζουμε. Μία απ’ αυτές ήταν και η διεύρυνση του κλαβιέ, από τις πέντε οκτάβες που ήταν αρχικά, στις επτάμισι που είναι σήμερα.
Μια από τις πιο σημαντικές καινοτομίες που συνέβαλε στη σημερινή μορφή και απόδοση του οργάνου ήταν και η χρήση ενός ισχυρού σιδερένιου πλαισίου για τη στήριξη των χορδών (“άρπα” ή “μαντέμι”), το οποίο επέτρεψε τη χρήση παχύτερων, ανθεκτικότερων και περισσότερων χορδών
Επίσης, η διάταξη των χορδών (οι μπάσες χορδές τοποθετούνται πάνω από τις πρίμες χιαστί), πράγμα το οποίο επέτρεψε την ελάττωση του μεγέθους και του όγκου του σκάφους του οργάνου. Η τελευταία αυτή καινοτομία είναι πατέντα του οίκου Steinway και κυκλοφόρησε το 1859.
Το κυνήγι της καινοτομίας και της έκπληξης όσον αφορά το πιο δημοφιλές μουσικό όργανο στον κόσμο συνεχίζεται και θα συνεχίζεται.
Η εταιρεία Schimmel έκανε επανειλημμένα πειράματα με την εξωτερική εμφάνιση του πιάνου, συμπεριλαμβανομένου ενός πιάνου 4/4 του οποίου το σκάφος και άλλα εξαρτήματα είναι φτιαγμένα από ακρυλικό γυαλί. Οι ακουστικές του ιδιότητες φημολογείται ότι είναι εξαιρετικές, το ασυνήθιστα υψηλό του κόστος και η εκκεντρική του εμφάνιση, ωστόσο, οδήγησαν στην εμπορική του αποτυχία.
Η ψηφιακή τεχνολογία βοήθησε στη δημιουργία ενός οργάνου πιο ευέλικτου, του λεγόμενου “υβριδικού πιάνου”, το οποίο συνδυάζει χαρακτηριστικά του ακουστικού και του ψηφιακού (ηλεκτρικού) πιάνου, όπως η δυνατότητα ηχογράφησης και η παραγωγή διαφορετικών ήχων.
Παρακάτω, υπάρχει το ηλεκτρικό και ψηφιακό πιάνο, το οποίο, μεταξύ άλλων, είναι εύκολο στη μεταφορά του.
Τα συνεχώς εξελισσόμενα τεχνολογικά δεδομένα οδηγούν σε ολοένα και μεγαλύτερες προόδους στον τομέα των ηλεκτρικών πιάνων, ωστόσο, επαγγελματίες κλασσικοί πιανίστες αμφιβάλλουν στο ότι θα μπορέσει κάποια μέρα το ηλεκτρικό πιάνο να αντικαταστήσει επάξια το ακουστικό.
Το ακριβότερο πιάνο του κόσμου είναι ένα Alma-Tadema Steinway που πουλήθηκε σε δημοπρασία του οίκου Christie’s το 1998 για 1,2 εκατομμύρια δολάρια. Το πιάνο αυτό είχε πουληθεί αρχικά το 1887 για 1,200 δολάρια.
Το πιο μεγάλο πιάνο του κόσμου είναι ένα Challen του 1935 με μήκος 3 μέτρα και 55 εκατοστά, βάρος ενός τόνου και με τάση χορδών 30 τόνους.
Β. Η κατασκευή του πιάνου
Το πιάνο είναι από τα πιο δημοφιλή μουσικά όργανα στον κόσμο. Χρησιμοποιείται ευρέως στην κλασσική και τζαζ μουσική, στην εκκλησιαστική αλλά και στη συνοδεία (ακομπανιαμέντο). Αν και είναι βαρύ και πολύ δύσκολο στη μεταφορά του, ωστόσο, η ευελιξία και άλλα προτερήματά του το κάνουν το πιο οικείο μουσικό όργανο. Υπάρχουν πιάνα με ουρά και όρθια. Τα πιάνα με ουρά εμφανίστηκαν πρώτα και θεωρούνται πολύ καλύτερα σε ποιότητα απ’ ότι τα όρθια. Τα δεύτερα εμφανίστηκαν για να καλύψουν ανάγκες όπως η έλλειψη χώρου. Πιάνα με ουρά υπάρχουν σε τέσσερις (4) διαφορετικές διαστάσεις:
Το πιάνο αποτελείται από πολλές ξεχωριστές δομές που συνδυαζόμενες κατάλληλα μας δίνουν το ηχητικό αποτέλεσμα που όλοι γνωρίζουμε. Το πιάνο είναι κατ’ άλλους κρουστό, κατ’ άλλους έγχορδο όργανο. Η βασική παραγωγή ήχου τελείται με την κρούση ειδικών σφυριών επάνω στις χορδές, που δονούνται και μεταφράζουν όλες τις αποχρώσεις της κίνησης του πιανίστα πάνω στο κλαβιέ.
Υπάρχουν πάνω από 200 χορδές σε ένα πιάνο που βρίσκονται τεντωμένες μέσα σε ένα σιδερένιο πλαίσιο, γνωστό και ως “άρπα” ή “μαντέμι”, και το οποίο αντισταθμίζει και συγκρατεί την πίεση που ασκείται από τις χορδές. Οι χορδές ενός μέσου πιάνου ασκούν συνδυαστική έλξη 18 τόνων, ενώ η πίεση των χορδών ενός μεγάλου πιάνου με ουρά μπορεί να φτάσει και τους 30 τόνους
Κάθε ψηλή συχνότητα – νότα χρησιμοποιεί 3 χορδές ενώ κάθε χαμηλή (μπάσα) 2 χορδές. Οι πιο μπάσες νότες έχουν 1 χορδή. Αυτό συμβαίνει επειδή οι ψηλότερες νότες έχουν λεπτότερες χορδές, οι οποίες παράγουν πιο αδύναμο ήχο. Αν οι ψηλότερες νότες είχαν μία μόνο χορδή, θα καλύπτονταν ηχητικά από τις μπάσες, οι οποίες είναι παχύτερες και δυνατότερες. Οι χορδές του πιάνου είναι φτιαγμένες από ατσάλι. Οι χαμηλές περιοχές αποτελούνται από ατσάλινες χορδές με επικάλυμμα (τύλιγμα) χαλκού που τους επιτρέπει να δονούνται ελεύθερα ενώ ταυτόχρονα να έχουν το πάχος που χρειάζεται για να παράγουν χαμηλές συχνότητες.
Ο ήχος της δονούμενης χορδής είναι αρχικά αδύναμος. Στο πιάνο, αυτός ο αδύναμος ήχος ενισχύεται από ένα μεγάλο ξύλινο διάφραγμα που ονομάζεται ηχείο ή αρμονική τράπεζα, και το οποίο είναι κολλημένο στον ξύλινο σκελετό του (rim), κάτω από τις χορδές. Οι χορδές ακουμπάνε πάνω σε ξύλινες γέφυρες (καβαλάρηδες), οι οποίες μεταδίδουν τη δόνηση από τις χορδές στην αρμονική τράπεζα.
Τα πιάνα έχουν 2 ή 3 πετάλια που λειτουργούν με την πίεση των ποδιών (πεντάλ/ pedal) και επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες. Συνδέονται με τον υπόλοιπο μηχανισμό με μια σειρά μοχλών, καρφιών και ελατηρίων. Το δεξί δυνατό πεντάλ βοηθά στην ενίσχυση ή παράταση του ήχου. Το αριστερό πεντάλ (una corda) μαλακώνει τον ήχο μετακινώντας το μηχανισμό κρούσης στα πιάνα με ουρά ελαφρά προς τα αριστερά, αναγκάζοντας τα σφυριά να χτυπούν 2 από τις τρεις χορδές, ενώ σε μικρότερα ή όρθια πιάνα μεταθέτοντας τα σφυριά πιο κοντά στις χορδές ώστε η φορά και η δύναμη κρούσης να είναι μικρότερες. Το μεσαίο πεντάλ στα όρθια πιάνα (σουρντίνα ή σορντίνα/ ιταλ: sordina) ενεργοποιεί το μηχανισμό που κατεβάζει ένα παραπέτασμα τσόχας ανάμεσα στις χορδές και τα σφυριά εμποδίζοντας την απευθείας επαφή τους, ώστε το αποτέλεσμα να είναι ένας χαμηλός και υπόκωφος ήχος κατάλληλος για μελέτη σε ακατάλληλες ώρες (για παράδειγμα αργά το βράδυ). Το μεσαίο πεντάλ στα πιάνα με ουρά, επιτελεί διαφορετική λειτουργία από αυτή των όρθιων πιάνων, δεν το βρίσκουμε σε όλα τα πιάνα με ουρά, λέγεται σοστενούτο ή ισοκράτης και βοηθά στο κατά βούληση κράτημα μιας νότας ή συγχορδίας.
Το πιάνο-πεντάλ (piano-pedalier ή pedalpiano) είναι ένας σπάνιος τύπος πιάνου που συμπεριλαμβάνει και μια σειρά πεντάλ, έτσι ώστε οι χαμηλών συχνοτήτων νότες να παίζονται με το πόδι, όπως γίνεται και στο εκκλησιαστικό όργανο. Δημιουργήθηκε αρχικά ως βοήθημα μελέτης των οργανιστών. Για το συγκεκριμένο όργανο υπάρχει πολύ περιορισμένο ρεπερτόριο.
Σχεδόν κάθε πιάνο έχει 36 μαύρα και 52 άσπρα πλήκτρα (88 σύνολο) επτά οκτάβες συν μία τρίτη μικρή. Τα καλύτερα ποιοτικά πιάνα έχουν μεγαλύτερη έκταση προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Τα πλήκτρα του πιάνου γενικά είναι κατασκευασμένα από έλατο ή άλλο ελαφρύ ξύλο. Παραδοσιακά, τα μαύρα πλήκτρα ήταν φτιαγμένα από έβενο και τα λευκά ήταν επικαλυμμένα με μια λεπτή στρώση ελεφαντόδοντου. Μετά την απαγόρευση της εμπορικής του διακίνησης το 1980, τα πλήκτρα κατασκευάζονται σχεδόν αποκλειστικά από πλαστικό. Επιπλέον, το ελεφαντόδοντο ραγίζει πιο εύκολα από το πλαστικό. Νόμιμα μπορεί κάποιος πια να προμηθευτεί ελεφαντόδοντο μόνο σε πολύ μικρές ποσότητες, μέχρι εξάντλησης των αποθεμάτων που ακόμα υπάρχουν.
Επειδή το πιάνο αποτελείται ακριβώς από πολλές διαφορετικές δομές, οι οποίες πρέπει κάθε φορά να διαδρούν και να συνδυάζονται άψογα προκειμένου να έχουμε το καλύτερο αποτέλεσμα, κρίνεται πολύ σημαντική η συντήρηση του οργάνου. Κάθε ατμοσφαιρική αλλαγή, αλλαγή θερμοκρασίας, υγρασία κ.λπ., μπορούν να βλάψουν το όργανο. Η κάλυψή του με ειδικά υφάσματα και η τοποθέτησή του σε χώρο που προστατεύεται από όλα τα παραπάνω είναι απαραίτητη.
Επικοινωνήστε με το Ωδείο Όπερα Αθηνών στο τηλέφωνο 210 8678239 ή συμπληρώστε την παρακάτω φόρμα και θα σας καλέσουμε για να συζητήσουμε οποιαδήποτε πληροφορία χρειάζεστε