Johannes Brahms: Ένας κλασικός ανάμεσα σε ρομαντικούς

Ο Johannes Brahms πάντως δεν μένει τελείως ανεπηρέαστος από τους ρομαντικούς (πώς θα μπορούσε άλλωστε;), αλλά με το έργο του αποδεικνύει ότι οι ιδέες τους και όλα αυτά που ήθελαν να πουν, μπορούν να εκφραστούν με τον τρόπο, το ύφος και τους κανόνες των μεγάλων Γερμανών «δασκάλων». Με αυτόν τον τρόπο γράφει το δικό του επίλογο για μια εποχή την οποία η Ευρώπη είχε αποχαιρετίσει δεκαετίες πριν: την κλασική.

Ο Johannes Brahms (1833-1897) γεννήθηκε στο Αμβούργο και ήταν γιος μουσικού. Ξεκίνησε από μικρή ηλικία να παρακολουθεί μαθήματα πιάνου ενώ έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τη σύνθεση. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του όμως δεν ήταν καθόλου καλή κι έτσι ο νεαρός Johannes αναγκαζόταν να βγάζει το ψωμί του παίζοντας πιάνο σε διάφορες ταβέρνες και κακόφημα καφενεία του λιμανιού. Η κατάσταση αυτή έβρισκε απόλυτα ικανοποιημένο τον πατέρα του αφού κι ο εκείνος στα ίδια μέρη δούλευε και θεωρούσε ότι αυτό θα ήταν το καλύτερο και για τον γιο του. Ο φιλόδοξος όμως Brahms δεν σκόπευε να χαραμίσει το πλούσιο ταλέντο του και σύντομα θα ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο.

Αρχικά παραδίδει μαθήματα πιάνου και στη συνέχεια δοκιμάζει τις ικανότητες του στη σύνθεση. Το έργο του δεν θα αργήσει να κινήσει το ενδιαφέρον μουσικών και μουσικόφιλων.

Είναι 20 χρονών όταν θα καταφέρει να εντυπωσιάσει τον Robert Schumann[1] με μία σονάτα του. Ο Schumann, όπως και η σύζυγός του Clara, θα βοηθήσουν τον νεαρό συνθέτη και αυτό θα αποτελέσει την αρχή μιας σπουδαίας φιλίας μεταξύ τους. Όταν 2 χρόνια αργότερα πεθαίνει ο Schumann, ο Brahms θα αποτελέσει το «στήριγμα» της Clara και των παιδιών της. Η φιλία τους θα διαρκέσει ως το τέλος της ζωής τους.  

Όμως παρά τη βοήθεια των Schumann, ο Brahms χρειάστηκε να παλέψει αρκετά για να καθιερωθεί στο μουσικό στερέωμα. Οι αντιδράσεις που συνάντησε κατά καιρούς ήταν πολλές και έντονες.

Έχει προηγηθεί μια περίοδος κατά την οποία η μουσική κάνει την επανάστασή της, «σπάει» τις κλασικές φόρμες και ξεχειλίζει  από πάθος και συναίσθημα. Τα έργα των ρομαντικών Liszt[2], Wagner[3], Berlioz[4], Chopin[5] έχουν τεράστια απήχηση και καθορίζουν τη μουσική κίνηση σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Ο Johannes Brahms όμως είναι ένας συνθέτης συντηρητικός. Νοσταλγός του παρελθόντος, δεν ασπάζεται το ύφος και τις απόψεις των ρομαντικών και θεωρεί τη μουσική τους υπερβολική και με περιττό πάθος. Για εκείνον το νόημα της μουσικής βρίσκεται στις φούγκες του Bach[6] και στις σονάτες του Beethoven[7]. Αποφασισμένος λοιπόν να επαναφέρει την «αγνή» γερμανική τέχνη, δεν διστάζει να στραφεί κατά του Wagner και του Liszt, με τους οποίους πολλές φορές έρχεται σε ρήξη. Μπορεί όμως ένας «νεοκλασικός» να επιβιώσει στον κόσμο των ρομαντικών;

Οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος του και το πρώτο πλήγμα δεν θα αργήσει να έρθει. Ήταν το 1858 στη Λειψία όταν κατά την παρουσίαση του «κοντσέρτου για πιάνο σε ντο ελάσσονα» το κοινό, το οποίο είχε ταχθεί με το μέρος του Wagner και του Liszt στη διαμάχη τους με τον Brahms, αντί να χειροκροτήσει, αποδοκίμασε το συνθέτη.

Λίγα χρόνια αργότερα ο Johannes Brahms θα δοκιμάσει μια νέα απογοήτευση, όταν στη γενέτειρά του το Αμβούργο θα προτιμηθεί κάποιος άλλος για τη θέση του διευθυντή της φιλαρμονικής ορχήστρας. Ήταν φανερό ότι ο κόσμος μαγεμένος από  τις ονειρικές μελωδίες των ρομαντικών δεν μπορεί να εκτιμήσει την «αυστηρή» μουσική του Brahms. Ο «πόλεμος» που έχει ξεσπάσει, για την ώρα τον βρίσκει ηττημένο. Αποφασίζει λοιπόν να μετακομίσει στη Βιέννη, πιστεύοντας ότι στην πόλη που έζησαν και δημιούργησαν οι μεγάλοι κλασικοί Mozart και Beethoven θα έβρισκε πιο πρόσφορο έδαφος και για τη δική του μουσική. Και δεν κάνει λάθος. Θα περάσει στη Βιέννη τα υπόλοιπα 35 χρόνια της ζωής του, συνθέτοντας για ένα κοινό το οποίο υποδέχεται με ενθουσιασμό τη μουσική του.

 Αρχικά καταπιάνεται με παραλλαγές, κοντσέρτα, σονάτες και μουσική δωματίου και μόνο μετά τα σαράντα του χρόνια, όταν αισθάνθηκε ότι είχε πια ωριμάσει μουσικά, συνθέτει την πρώτη του συμφωνία. Η επιρροή του Beethoven είναι ιδιαίτερα εμφανής στο έργο αυτό, τόσο ώστε οι μουσικολόγοι συχνά να την αποκαλούν ως τη «συμφωνία που θα μπορούσε να είχε γράψει ο Beethoven μετά την 9η». Ακολουθούν άλλες 3 συμφωνίες, με την αριστουργηματική τελευταία να ξεχωρίζει. Εκεί λοιπόν, στη Βιέννη, ο Brahms αφήνοντας πίσω τις αποτυχίες του παρελθόντος και τις διαμάχες με τους ρομαντικούς, γνωρίζει επιτέλους την επιτυχία και την αναγνώριση ακολουθώντας τον δρόμο που ήθελε: αυτόν που του έδειξαν ο Bach, ο Mozart και ο Beethoven.

Ο Johannes Brahms πάντως δεν μένει τελείως ανεπηρέαστος από τους ρομαντικούς (πώς θα μπορούσε άλλωστε;), αλλά με το έργο του αποδεικνύει ότι οι ιδέες τους και όλα αυτά που ήθελαν να πουν, μπορούν να εκφραστούν με τον τρόπο, το ύφος και τους κανόνες των μεγάλων Γερμανών «δασκάλων». Με αυτόν τον τρόπο γράφει το δικό του επίλογο για μια εποχή την οποία η Ευρώπη είχε αποχαιρετίσει δεκαετίες πριν: την κλασική.

Επικοινωνήστε με το Ωδείο Όπερα Αθηνών στο τηλέφωνο 210 8678239 ή συμπληρώστε την παρακάτω φόρμα και θα σας καλέσουμε για να συζητήσουμε οποιαδήποτε πληροφορία χρειάζεστε